μελισσουργικά

μελισσουργικά
μελισσουργικός
of
neut nom/voc/acc pl
μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός
of
fem nom/voc/acc dual
μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μελιττουργικά — μελισσουργικά , μελισσουργικός of neut nom/voc/acc pl μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc/acc dual μελισσουργικά̱ , μελισσουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελισσουργικός — ή, ό (Α μελισσουργικός, ή, όν) [μελισσουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσουργία ή στον μελισσουργό, ο μελισσοκομικός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μελισσουργικά ποίημα τού Νικάνδρου το οποίο αναφέρεται στη μελισσουργία …   Dictionary of Greek

  • μενεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.). Ο Αθήναιος αναφέρει στο έργο του Δειπνοσοφισταί ότι ο Μ. γυρνούσε στους δρόμους με συνοδεία τους ασθενείς που είχε γιατρέψει από την επιληψία, απαιτώντας από αυτούς να τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”